- ήσυχος
- -η, -ο (AM ἥσυχος, -ον)1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα»)2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα»)3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος, ξένοιαστος (α. «ήσυχα γεράματα» β. «μείνε ήσυχος»)4. πράος, μαλακόςνεοελλ.1. υπάκουος, υποταγμένος2. λογικός («διά πλέον καλύτερο και ήσυχο, ότι να τους ειπούν την αλήθεια», Σουμμ.)αρχ.1. αυτός που δεν αναλαμβάνει κάποιο έργο, αδρανής (ἥσυχος δορί», Ευρ.)2. προσεκτικός, με περίσκεψη3. (για φωνή ή ήχο) χαμηλός, μη έντονος4. υπονοούμενος5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἥσυχον και δωρ. ἅσυχον και πληθ. ἅσυχαήσυχα.επίρρ...ησύχως και ήσυχα (AM ἡσύχως και ἥσυχα, Α δωρ. τ. ἅσυχα)1. με ήσυχο τρόπο, αθόρυβα, ήρεμανεοελλ.1. με ακινησία, με σιωπή, σιωπηλά («καθήστε ήσυχα»)2. χωρίς υπερβολικό θόρυβο («παίζετε ήσυχα»)3. με ψυχική ηρεμία, με γαλήνη («σκέφθηκε ήσυχα)αρχ.1. περιορισμένα, αθόρυβα («ἅσυχα κοχλάζοντος αἰγιαλοῑο», Θεόκρ.)2. με προσοχή, με περίσκεψη («πορεύεσθαι ἐκέλευσεν ἡσύχως», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι τ. με ᾱ μακρό οφείλονται σε υπερδωρισμό.ΠΑΡ. ησυχάζω, ησυχίααρχ.ησυχαίος, ησυχῄ, ησυχίδας, ησυχικός, ησυχούμαι.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. ησυχοποιός. (Β συνθετικό) ανήσυχοςφιλήσυχοςαρχ.πολυήσυχος].
Dictionary of Greek. 2013.